- κηδόμενος
- κήδωtroublepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κηδομένως — (Α) επίρρ. με φροντίδα, με προνοητικότητα («κηδομένως ἔχω» είμαι προνοητικός, φροντίζω, Αριστείο.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηδόμενος, μτχ. ενεστ. του κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
κηδωλός — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. ωλός (πρβλ. αμαρτ ωλός, φειδ ωλός)] … Dictionary of Greek